Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία κατακόρυφη αύξηση των σπιτιών που έχουν στην φροντίδα τους κάποιο κατοικίδιο ζώο, κυρίως γάτα ή σκύλο. Δυστυχώς όμως, τα άτομα με γενετική προδιάθεση να αναπτύξουν αλλεργίες, είναι πολύ πιθανό να ευαισθητοποιηθούν μετά από ένα διάστημα συμβίωσης με το ζώο και να εμφανίσουν κλινικά συμπτώματα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα όταν το ζώο ζει μέσα στο σπίτι αλλά ακόμα και όταν κανείς επισκέπτεται συγγενείς ή φίλους που έχουν κάποιο κατοικίδιο. Τέλος, η ευαισθητοποίηση στα κατοικίδια αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη αλλεργικής ρινίτιδας και άσθματος
Πρόκειται για τη ‘’λανθασμένη’’ απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος σε κάποια πρωτείνη/αλλεργιογόνο που προέρχεται από το ζώο, με αποτέλεσμα να αντιδρά σε αυτή. Το πιο κοινό αλλεργιογόνο της γάτας, γνωστό ως Fel d 1, υπάρχει στο σάλιο της. Λόγω της εντατικής ενασχόλησης της με την καθαριότητα της, κάθε φορά που γλύφεται μεταφέρει το αλλεργιογόνο στο τρίχωμα της. Μόλις το σάλιο στεγνώσει, με τις κινήσεις της γίνεται διασπορά του αλλεργιογόνου σε όλο τον περιβάλλοντα χώρο. Όσον αφορά το σκύλο, υπάρχει μια ποικιλία αλλεργιογόνων , γνωστα ως Can f, που βρίσκονται κυρίως στο σάλιο και τα ούρα. Πρέπει να τονιστεί πως δεν υπάρχουν «υποαλλεργικά» κατοικίδια, απλά, είναι γνωστό πως οι αρσενικές γάτες λόγω υψηλής τεστοστερόνης παράγουν περισσότερο αλλεργιογόνο στο σάλιο τους.
Οι περισσότεροι ασθενείς θα εμφανίσουν συμπτώματα αλλεργικής ρινίτιδας όπως ρινική συμφόρηση ή/και καταρροή, πταρμούς και κνησμό στη μύτη. Συμπτωματολογία μπορεί να παρουσιαστεί και από τους οφθαλμούς με δακρύρροια ή/και κνησμό. Τέλος, σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να έχουμε συμπτώματα άσθματος όπως συριγμό και δύσπνοια. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν και χωρίς την φυσική παρουσία του ζώου στο χώρο λόγω της μακράς παραμονής του αλλεργιογόνου στο περιβάλλον.
Όταν το αλλεργιολογικό ιστορικό του ασθενή θέσει ισχυρή υποψία ύπαρξης αλλεργίας σε κάποιο κατοικίδιο, τότε οι δερματικές δικιμασίες νυγμού ή/και ο ορολογικός έλεγχος βοηθούν στην επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Τυπικά τα συμπτώματα της αλλεργίας στα κατοικίδια δεν θα εμφανιστούν νωρίς στην παιδική ηλικία αλλά αργότερα, καθώς απαιτείται αρκετό διάστημα έκθεσης στα αλλεργιογόνα τους. Αφού εγκατασταθεί η αλλεργία, πολλοί ασθενείς αναφέρουν βελτίωση των συμπτωμάτων τους με την πάροδο των ετών που μπορεί να ισχύει αρκεί να μην συγχέεται με το γεγονός οτι απλά συνηθίζουν να ζουν με τα συμπτώματατους έχοντας ξεχάσει ποιο είναι το φυσιολογικό.
Για την αποφυγή του αλλεργιογόνου, το κατοικίδιο ιδανικά θα πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι. Επειδή πολλές φορές αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από την οικογένεια, συνιστάται τουλάχιστον η απαγόρευση εισόδου του ζώου στο υπνοδωμάτιο του ασθενή. Πρέπει να τονιστεί πως ακόμα και μετά την απομάκρυνση του κατοικιδίου απαιτείται μεγάλο διάστημα (έως και μήνες) για να εξαλειφθεί από το περιβάλλον το αλλεργιογόνο και κατά συνέπεια να γίνει αισθητή η βελτίωση των συμπτωμάτων.
Η φαρμακευτική αγωγή απαιτείται όταν τα απλά μέτρα αποφυγής δεν αρκούν για την ύφεση των συμπτωμάτων. Πρώτο βήμα είναι οι απλές ρινικές πλύσεις με φυσιολογικό ορό για την απομάκρυνση του αλλεργιογόνου από τις ρινικές κοιλότητες. Τα συμπτώματα από τη μύτη και τους οφθαλμούς αντιμετωπίζονται με αντισταμινικά 2ης γενιάς και ενδορρινικά σπρέυ κορτικοστεροειδών. Τέλος σε ασθενείς με εικόνα άσθματος θα απαιτηθεί χορήγηση αντιασθματικής αγωγής
Η ανοσοθεραπεία θα τεθεί σαν θεραπευτική λύση σε ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα που αναπόφευκτα έρχονται σε επαφή με το αλλεργιογόνο και δεν αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά με τις παραπάνω επιλογές. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση σταδιακά αυξανόμενων δόσεων του υπεύθυνου αλλεργιογόνου είτε με υποδόριες ενέσεις είτε με υπογλώσσιους ψεκασμούς. Η διάρκεια της ανοσοθεραπείας είναι 3-5 έτη.
Δυστυχώς τα νέα δεν είναι ενθαρρυντικά. Το άτομο με γενετική προδιάθεση να αναπτύξει αλλεργίες όταν έρθει σε επαφή με το κατοικίδιο για αρκετό διάστημα είναι πολύ πιθανό να ευαισθητοποιηθεί και στη συνέχεια να εμφανίσει συμπτώματα. Παρόλα αυτά, πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν πως η έκθεση ενός παιδιού σε κάποιο κατοικίδιο τον 1ο χρόνο ζωής μπορεί να είναι προστατευτική